- σφαγιασμός
- ο, ΝΜΑ [σφαγιάζω]θυσίανεοελλ.1. ομαδική σφαγή, μακελειό2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαγιασμός — slaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμός — ο 1. σφαγή. 2. καταστροφή, αφανισμός, εξόντωση: Δεν μπόρεσε να εμποδίσει το σφαγιασμό των εθνικών δικαίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγιασμοῖς — σφαγιασμός slaying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμῶν — σφαγιασμός slaying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοσφάγισμα — καρδιοσφάγισμα, τὸ (Μ) σφαγιασμός τής καρδιάς, οδύνη … Dictionary of Greek
κυνοκτονία — η (Α κυνοκτονία) [κυνοκτόνος] σφαγιασμός σκύλων … Dictionary of Greek
λειάνισμα — το [λειανίζω] 1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός 2. σφαγιασμός … Dictionary of Greek